παριππεῦσαι

παριππεῦσαι
παριππεύω
ride along
aor inf act
παριππεύω
ride along
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παριππεύω — ΝΜΑ προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου μσν. αρχ. (ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου β) παραλείπω, παραμελώ αρχ. 1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι 2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος 3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω 4. υπερβαίνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”